- ἐννεσίῃσι
- ἐνεσίαsuggestionfem dat pl (epic ionic)ἐννεσίαfem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐννεσίῃσ' — ἐννεσίῃσι , ἐνεσία suggestion fem dat pl (epic ionic) ἐννεσίῃσι , ἐννεσία fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννεσία — ἐννεσία, η (Α) επικ. τ. αντί ενεσία* προτροπή, υπόδειξη, συμβουλή, εισήγηση («κείνης ἐννεσίῃσι» με τις προτροπές εκείνης, Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
πολυφραδής — ές, Α 1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.) 2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φραδής (< … Dictionary of Greek